- παθικευομαι
- παθικεύομαιπᾰθῐκεύομαιбыть жертвой противоестественного разврата Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παθικεύομαι — (Α) [παθικός] φέρομαι με παθητικό τρόπο στην ερωτική συνεύρεση, είμαι κίναιδος … Dictionary of Greek
παθικεύεται — παθικεύομαι to be sexually passive pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)